- φυράματος
- φυρά̱ματος , φύραμαthat which is mixedneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύραμα — το, ΝΜΑ [φυρῶ] 1. ζυμάρι, αλεύρι ανακατεμένο με νερό και ζυμωμένο 2. οτιδήποτε μπορεί να αναμιχθεί με νερό και να ζυμωθεί, όπως λ.χ. το υλικό που χρησιμοποιεί ο αγγειοπλάστης νεοελλ. 1. (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τού ενζύμου 2. είδος πτηνοτροφής … Dictionary of Greek
въмѣшениѥ — ВЪМѢШЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Тесто: малъ квасъ. все вмѣшениѥ въсквасить. ПНЧ XIV, 14а; праздновати г(с)у б҃у нашему. праздни(к) исходныи… опрѣснокы ч(с)тоты и истины. ничто же не приносѩще егупе(т)скаго и безбожнаго вмѣше(н)˫а. (φυράματος) ГБ XIV, 49а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… … Dictionary of Greek
πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… … Dictionary of Greek
σύγκλυς — και αττ. τ. ξύγκλυς» υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α 1. αυτός που τόν κατέκλυσαν από παντού τα κύματα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
φυραματικά — τὰ, Α [φύραμα, φυράματος] τα σχετικά με την επικάλυψη, το σουβάντισμα … Dictionary of Greek